- οἰκονομίᾳ
- οἰκονομίαι , οἰκονομίαmanagement of a householdfem nom/voc plοἰκονομίᾱͅ , οἰκονομίαmanagement of a householdfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οἰκονομία — οἰκονομίᾱ , οἰκονομία management of a household fem nom/voc/acc dual οἰκονομίᾱ , οἰκονομία management of a household fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
οικονομία — η 1. διαχείριση των εσόδων και εξόδων του σπιτικού. 2. όλες οι προσπάθειες των ανθρώπων με σκοπό την εξασφάλιση υλικών αγαθών. 3. η διάταξη της δομής λογοτεχνικού έργου: Οικονομία του αρχαίου δράματος. 4. οικονομίες, οι χρηματικό απόθεμα: Έχουμε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
αγροτική οικονομία — Η α.ο. εξετάζεται διπλά: ως τομέας της οικονομίας και ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης. Ως τομέας της οικονομίας η α.ο. έχει σημασία και ρόλο ιδιάζοντα, αν και πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ως πρωταρχική μορφή παραγωγικής δραστηριότητας, όπως … Dictionary of Greek
Ευρωπαϊκή Οικονομία Κοινότητα — (ΕΟΚ). Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός, ο οποίος με τη συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) μετεξελίχθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Βλ. λ. Ευρωπαϊκή Ένωση (Ιστορία) … Dictionary of Greek
οἰκονομίας — οἰκονομίᾱς , οἰκονομία management of a household fem acc pl οἰκονομίᾱς , οἰκονομία management of a household fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομίαι — οἰκονομία management of a household fem nom/voc pl οἰκονομίᾱͅ , οἰκονομία management of a household fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκονομίαν — οἰκονομίᾱν , οἰκονομία management of a household fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)